Σπυρίδων Λούης
Χρυσό Μετάλλιο, 10 Απριλίου 1896, Μαραθώνιος. Αθήνα 1896
Οι 17 αθλητές από πέντε χώρες που έπαιρναν μέρος ήξεραν πώς έπρεπε να διανύσουν 40 χιλιόμετρα δρόμο μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο αλλά πέρα των Ελλήνων, μόνο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ είχε τρέξει μια φορά στη Βουδαπέστη, μια τόσο μεγάλη απόσταση. Ωστόσο υπήρχε αισιοδοξία από όλους στην εκκίνηση, στον Μαραθώνα, που δόθηκε με μια πιστολιά. Πιο θαρραλέοι οι ξένοι δρομείς ή με άγνοια κινδύνου έφυγαν πιο γρήγορα από όλους μπροστά και μάλιστα ο Γάλλος Αλμπέ Λερμιζιό κέρδισε και μια διαφορά περίπου δύο χιλιομέτρων σχετικά νωρίς. Μέσα σε σύννεφα σκόνης από τον χωματόδρομο αλλά και παρουσία στη διαδρομή χιλιάδων κατοίκων, των γύρω χωριών και περιοχών, οι δρομείς συνέχισαν το μακρύ τους ταξίδι με τον Λερμιζιό πάντα επικεφαλής. Περίπου στο 28ο χλμ, στο ύψος της Παλλήνης, ο Γάλλος δρομέας άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα εξάντλησης και λίγο αργότερα, στο 30οχλμ εγκατέλειψε τη προσπάθεια του. Πίσω από τους πρωτοπόρους, έτρεχαν αρκετά έξυπνα και υπολογισμένα δύο Έλληνες αθλητές, ο Χαρίλαος Βασιλάκος και ο Σπύρος Λούης.
Με την έξοδο από τον αγώνα του Λερμιζιό, επικεφαλής τέθηκε ο Αυστραλός Εντουιν Φλάκ, νικητής στα 800μ και 1500μ που όμως σύντομα άρχισε να δείχνει σημάδια εξάντλησης. Ο Σπύρος Λούης βρέθηκε περίπου στο 34οχλμ κοντά του και για λίγα λεπτά έτρεξαν δίπλα – δίπλα. Στο 37ο χλμ ο Ελληνας πρωταθλητής από το Μαρούσι με το νούμερο 17 στη φανέλα, μόλις κατάλαβε βαριά την ανάσα του Φλάκ, αύξησε το ρυθμό του και «πέταξε» προς τη νίκη. Εκατό χιλιάδες φίλαθλοι τον υποδέχθηκαν νικητή στο Παναθηναϊκό στάδιο με απίστευτες εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Ο Λούης, πρώτος νικητής στην ιστορία του μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων, πέτυχε χρόνο στα 40 χιλιόμετρα, κάτω από τρεις ώρες, 2 ώρες 58.50 και ήταν ο μοναδικός που έσπασε αυτό το φράγμα. Στην τρίτη θέση τερμάτισε ο Έλληνας Μπελόκας, αλλά η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι ακυρώθηκε επειδή ανέβηκε σε κάρο και δίνουν τόσο η ΔΟΕ όσο και η IAAF τον Ούγγρο Κέλνερ στην τρίτη θέση. Στην Ελλάδα ποτέ δε αναφέρθηκε κάτι συγκεκριμένο στο θέμα. Για τον Μπελόκα οι Ούγγροι αναφέρουν ότι ο Κέλνερ μετά τον τερματισμό τους έλεγε ότι μόνο δύο δρομείς τον προσπέρασαν. Ο ελλανοδίκης Φέρενς Κέμενι κάλεσε τον Μπελόκα ο οποίος παραδέχθηκε ότι ένα μέρος της διαδρομής το έκανε πάνω σε κάρο. Ο τελικός: Λούης (Ελλάς) 2:58.50 Βασιλάκος (Ελλάς) 3:06.03 Κέλνερ (Ουγγαρία) 3:06.35 Βρεττός (Ελλάς) Παπασυμεών (Ελλάς) Δεληγιάννης (Ελλάς) Γερακάκης (Ελλάς) Μασούρης (Ελλάς)
Τι είπε..
“Όχι, οι αγώνες άρχιζαν την Κυριακή του Πάσχα και εγώ τη Μεγάλη Πέμπτη δεν είχα ιδέα ότι θα έτρεχα. Εγνώριζα μονάχα ότι ο Παπασυμεών από το Μαρούσι και ο Καλαντζής ή Καρράς από το Χαλάνδρι, επροπονούντο στον μαραθώνιο και θα έτρεχαν δοκιμαστικώς. Η επιτροπή είχε δηλώσει ότι όποιος τρέξει σε τρείς ώρες και πέντε λεπτά, θα είχε το δικαίωμα να μετάσχει στους Ολυμπιακούς. Πολλοί Μαρουσιώτες πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη δοκιμή, στην οποία ο Χαλανδριώτης πέρασε τον Μαρουσιώτη. Γυρίζοντας στο χωριό μας περάσαμε μέσα από το Χαλάνδρι και ακούσαμε κοροιδίες από τους Χαλανδριώτες για το πάθημα του δικού μας. Δεν μπορούσαμε να το χωνέψουμε και αποφασίσαμε να εκδικηθούμε. Ο Μουσούρης, ο Λαυρέντης, ο αδελφός του Παπασυμεών, εγώ και ένας άλλος κατεβήκαμε το Μεγάλο Σάββατο στην Αθήνα και δηλώσαμε στην επιτροπή ότι θέλουμε να τρέξουμε. Μας είπαν να κάνουμε μία δοκιμή και αν τρέξουμε κάτω από τρείς ώρες και πέντε λεπτά, θα μας εδέχοντο στους Ολυμπιακούς. Οι συγχωριανοί μας έκαναν έρανο και μας αγόρασαν αθλητικά παπούτσια, 25 δραχμές στοίχιζαν τότε. Τη Δευτέρα του Πάσχα ξεκινήσαμε για τον Μαραθώνα. Ύστερα από τέσσερις μέρες. Πρώτος τερμάτισε ο Λαυρέντης. Εγώ ήλθα πέμπτος γιατί με είχε πιάσει πόνος αλλά ήμουνα στην ώρα μου. Την άλλη μέρα ήμουνα πιασμένος και προσπαθούσα με μασάζ να ξεμουδιάσω. Τρεις μέρες αργότερα, τη παραμονή του αγώνα για τους Ολυμπιακούς, πήγαμε στον Μαραθώνα και το βράδυ μας φιλοξένησε ο δήμαρχος. Δεν πίστευα ότι θα κερδίσω γιατί ήμουνα ακόμα πιασμένος. Όταν ήρθε η ώρα, ένας από την Ολυμπιακή Επιτροπή έβγαλε λόγο σε ξένη γλώσσα και ελληνικά και μας είπε πώς εκείνη ήταν η μεγάλη μέρα της Ελλάδος. Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν μεγάλη μέρα, το κατάλαβα αργότερα. Εκείνη τη στιγμή, σκεπτόμουν πως ο δρόμος ήταν πολύς και με παρηγορούσε ότι είχα το δικαίωμα να σταματήσω αν έβλεπα πως δεν μπορώ να συνεχίσω. Όχι, έως το Πικέρμι, στα μισά του δρόμου, ήμουν έκτος. Πρώτος ερχόταν ο Γάλλος, δεύτερος ένας Αυστραλός και άλλοι. Από το Πικέρμι και ύστερα, άρχισα να τους πιάνω έναν – έναν και στην Αγία Παρασκευή, έφθασα τον πρώτον. Από κεί και πέρα διατήρησα τη πρώτη θέση.” Όσο για το τι ένιωσε μετά τον αγώνα ο Σπύρος Λούης τόνισε: «Τίποτα. Πεινούσα… Ύστερα από τόσο δρόμο…”.
10 Απριλίου 1896